- κινστέρνα
- η (Μ κινστέρνα)βλ. κιστέρνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιστέρνα — και κινστέρνα, η (AM κιστέρνα, Μ και κινστέρνα) υπόγεια δεξαμενή βρόχινων υδάτων, στέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < λατ. cisterna < αρχ. ελλ. κίστη] … Dictionary of Greek
Cistern of Philoxenos — Interior of the cistern The Cistern of Philoxenos (Greek: Κινστέρνα Φιλοξένου), or Binbirdirek Cistern, is a man made subterranean reservoir in Istanbul, situated between the Forum of Constantine and the Hippodrome of Constantinople in the… … Wikipedia
Αέτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγέτης χριστιανικής αίρεσης (; Κωνσταντινούπολη περ. 375 μ.Χ.). Σπούδασε θεολογία με αρειανούς δασκάλους στην Αντιόχεια και αριστοτελική φιλοσοφία στην Αλεξάνδρεια. Στη διαμάχη του 4ου αι. γύρω από την Αγία Τριάδα… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek